ξέφωτος

ξέφωτος
-η, -ο
1. (για τόπο) ηλιόλουστος, ολοφώτεινος
2. το ουδ. ως ουσ. το ξέφωτο
έκταση ανοιχτή, χωρίς δέντρα, μέσα σε δάσος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ξέφωτα
α) μετά την εορτή τών Φώτων, μετά τα Θεοφάνεια
β) υπό άπλετο φως, την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + -φωτός (< φως, φωτός), πρβλ. κατά-φωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξέφωτος — η, ο ηλιόλουστος, φωτερός, που δε σκιάζεται από τίποτα: Μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την κορφή της μεσουρανίς (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”