- ξέφωτος
- -η, -ο1. (για τόπο) ηλιόλουστος, ολοφώτεινος2. το ουδ. ως ουσ. το ξέφωτοέκταση ανοιχτή, χωρίς δέντρα, μέσα σε δάσος3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ξέφωταα) μετά την εορτή τών Φώτων, μετά τα Θεοφάνειαβ) υπό άπλετο φως, την ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + -φωτός (< φως, φωτός), πρβλ. κατά-φωτος].
Dictionary of Greek. 2013.